+(30) 2831 027777 info@deyar.eu

ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΤΟΠΟ ΜΑΣ 40 ΧΡΟΝΙΑ

Περί κινήτρων δια την ίδρυσιν Επιχειρήσεων Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως

‘Αρθρον 1

(όπως διαμορφώθηκε με την παρ.5 αρθρ. 8 Ν. 2839/2000)(ΦΕΚ Α’ 196)

Αντικείμενον – φορείς – αρμοδιότητες

1. Δια την άσκησιν των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος υδρεύσεως και αποχετεύσεως οικιστικών κέντρων της Χώρας, εξαιρέσει των πόλεων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Βόλου και των μειζόνων αυτών περιοχών, δύναται να συνιστώνται κατά την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου εις έκαστον Δήμον ή Κοινότητα της Χώρας ή υπό πλειόνων Δήμων ή Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων ενιαίαι επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως. Αι ανωτέρω Επιχειρήσεις αποτελούν ίδια Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρος, διεπόμενα υπό των κανόνων της Ιδιωτικής οικονομίας, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό νόμου.
Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δύνανται να εφαρμόζωνται και εις περιπτώσεις μετατροπής εις επιχείρησιν συνεστημένων συνδέσμων, Δήμων ή Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων.
Αι επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως λειτουργούν υπό μορφήν Δημοτικής ή Κοινοτικής επιχειρήσεως και διέπονται ως προς την διοίκησιν, οργάνωσιν, εκτέλεσιν, λειτουργίαν, συντήρησιν των έργων της αρμοδιότητός των καθώς και τας πηγάς της χρηματοδοτήσεώς των υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του “Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος”.

2. Αι προβλεπόμεναι υπό της προηγουμένης παραγράφου επιχειρήσεις είναι αρμόδιαι δια την μελέτην, κατασκευήν, συντήρησιν, εκμετάλλευσιν, διοίκησιν και λειτουργίαν των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως ακαθάρτων και όμβριων υδάτων, ως και μονάδων επεξεργασίας λυμάτων και αποβλήτων της περιοχής αρμοδιότητός των.

3. Η σύστασις εκάστης επιχειρήσεως ενεργείται δι’ αποφάσεως των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, δι’ ης θα ορίζεται η επωνυμία, η έδρα, οι δικαιολογούντες την σύστασιν αυτής λόγοι, τα παραχωρούμενα εις αυτήν περιουσιακά στοιχεία, ο τρόπος εκμεταλλεύσεως των έργων ή υπηρεσιών και τα εξ αυτών έσοδα ως και η περιοχή της επιχειρήσεως. Προκειμένου περί μετατροπής συνδέσμου εις επιχείρησιν απαιτείται απόφασις των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων των Δήμων και Κοινοτήτων των μετεχόντων εις τούτον.
Η απόφαση για σύσταση της επιχείρησης ή μετατροπής συνδέσμου σε επιχείρηση εγκρίνεται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
«Παράγρ. 14 άρθρου 6 Ν. 2307/95(ΦΕΚ Α’ 113/1995)»
« 14.Οπου στις κατωτέρω διατάξεις του ν. 1069/80» Περί κινήτρων δια την ίδρυσιν Επιχειρήσεων Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως» αναφέρεται η λέξη «Νομάρχης» εφεξής νοείται ο «Διευθυντής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης».
Αρθρο 5 παράγραφος 2 περ. ζ.
Αρθρο 7 παρ. 1
Αρθρο 9 παρ.3

‘Αρθρον 2

(άρθρο 8 παρ. 5 και  6 Ν. 2839/2000),(άρθρο 57  παρ. 7 Ν. 2218/1994) (ΦΕΚ Α 90) και (άρθρο 33 παρ. 1 Ν. 3274/2004-ΦΕΚ Α 195)

Διεύρυνσις αντικειμένου και επέκτασις περιοχής αρμοδιότητος

1. Με αποφάσεις των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων, που εγκρίνονται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να διευρυνθεί ο σκοπός των επιχειρήσεων και να περιλάβει, εκτός από την ύδρευση, την αποχέτευση και την άρδευση και τους ακόλουθους τομείς στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους:
α) τη συγκέντρωση, μεταφορά και διάθεση απορριμμάτων,
β) τη μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εκμετάλλευση, διοίκηση και λειτουργία των δικτύων τηλεθέρμανσης,
γ) τη μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εκμετάλλευση, επίβλεψη, διοίκηση και λειτουργία των δικτύων φυσικού αερίου, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία,
δ)την εμφιάλωση και εμπορία νερού,
ε) τη διαχείριση, αξιοποίηση και εμπορία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που προέρχονται από το αντικείμενο δραστηριότητας των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης ή των δραστηριοτήτων των οικείων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται τα θέματα της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων, υποχρεώσεων, πόρων και συναφών θεμάτων, αναγκαίων για την εκτέλεση των παραπάνω έργων. Αν συμπεριληφθεί στους σκοπούς της επιχείρησης η μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εκμετάλλευση, επίβλεψη, διοίκηση και λειτουργία των δικτύων φυσικού αερίου, μπορεί η τυχόν υφιστάμενη αμιγής δημοτική ή διαδημοτική επιχείρηση φυσικού αερίου να απορροφάται από τη δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του οικείου Δήμου, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Διοικητικών Συμβουλίων των δύο επιχειρήσεων.
2. Η περιοχή αρμοδιότητας συνιστώμενης επιχείρησης δήμου ή κοινότητας μπορεί να επεκτείνεται:
α) στις εδαφικές περιφέρειες όμορων δημοτικών ή κοινοτικών διαμερισμάτων του Ν. 2539/1997 του ίδιου δήμου ή κοινότητας ή τμημάτων αυτών μετά από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
β) στις εδαφικές περιφέρειες όμορων δήμων ή κοινοτήτων ή δημοτικών ή κοινοτικών διαμερισμάτων ή τμημάτων αυτών μετά από σύμφωνη γνώμη των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της  Περιφέρειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην περίπτωση που οι όμοροι δήμοι ή κοινότητες ή τα όμορα δημοτικά ή κοινοτικά διαμερίσματα υπάγονται σε όμορους δήμους ή κοινότητες  διαφορετικών Περιφερειών η σχετική απόφαση εγκρίνεται με πράξη των Γενικών Γραμματέων των οικείων Περιφερειών, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες νησιών που γειτνιάζουν θεωρούνται όμοροι για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.

‘Αρθρον 3

(Όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 άρθρου 6 Ν. 2307/95-ΦΕΚ Α’ 113 , παρ. 11 αρ. 13 Ν. 2503/97-ΦΕΚ Α’ 107, παρ. 8,9 άρθρου 8 του Ν. 2839/2000)

Διοικητικόν Συμβούλιον της Επιχειρήσεως

1. Η υπό ενός μόνου Δήμου συνιστωμένη επιχείρησις διοικείται υπό Διοικητικού Συμβουλίου τον οποίου τα μέλη, ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος ορίζονται κατά  τας  περί  συγκροτήσεως   της   Επιτροπής   Δημοτικών Επιχειρήσεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος διατάξεις.
Ενα από τα μέλη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου που ορίζονται ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης προέρχεται από τη μειοψηφία.

2. Προκειμένου  περί  επιχειρήσεως  συνιστωμένης  υπό πλειόνων Δήμων ή Κοινοτήτων ή Δήμων και Κοινοτήτων ή μετατροπής  συνδέσμου  εις επιχείρησιν,  αύτη  διοικείται, υπό συμβουλίου ο αριθμός των μελών του οποίου ορίζεται δια των περί συστάσεως της επιχειρήσεως  ή  μετατροπής του συνδέσμου αποφάσεων των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων.
Οι  εκπρόσωποι  εκάστου  Δήμου  ή  Κοινότητος και οι αναπληρωταί αυτών ορίζονται δι’ αποφάσεως του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου.
Το  Συμβούλιον  συγκαλούμενον  υπό  του  Δημάρχου  η Προέδρου της κοινότητος της έδρας της επιχειρήσεως εκλέγει μεταξύ των μελών του τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον αυτόν κατά τας περί εκλογής Προέδρου του δημοτικού συμβουλίου διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος.

“Σε περίπτωση συμμετοχής στην επιχείρηση άλλου δήμου ή κοινότητας ο αριθμός των αντιπροσώπων αυτών στο Διοικητικό Συμβούλιο της Επιχείρησης ορίζεται με την κατά την παρ. 2 περ. β) του άρθρου 2 του παρόντος εκδιδόμενη πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας.”

3.  Του Διοικητικού Συμβουλίου μετέχει, άνευ ψήφου, ως εισηγητής των προς συζήτησιν θεμάτων ο Γενικός Διευθυντής της επιχειρήσεως.

4. Καθήκοντα γραμματέως του Διοικητικού Συμβουλίου ασκεί εις των υπαλλήλων της επιχειρήσεως, οριζόμενος υπό τον Πρόεδρου τούτου.

5.  Δια  τα  εκ  Δημάρχων  και  Προέδρων  κοινοτήτων  μέλη   του διοικητικού  συμβουλίου  και τους αναπληρωτάς αυτών ισχύουν αι περί μη εκλογιμότητος και ασυμβιβάστων διατάξεις του Δημοτικού και  Κοινοτικού Κώδικος.

6. Μέλη  του  Διοικητικού  Συμβουλίου  δεν  δύναται  να  είναι συγγενείς μεταξύ των εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι του τρίτου  βαθμού συμπεριλαμβανομένου,  ουδέ  να είναι υφ’ οιανδήποτε μορφήν εργολάβοι ή προμηθευταί της επιχειρήσεως ή μέλη Διοικητικού Συμβουλίου ή υπάλληλοι ομοειδούς επιχειρήσεως.

7. Στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου στην περίπτωση που δεν  είναι Δήμαρχος μπορεί να καταβάλλεται για τις παρεχόμενες στην επιχείρηση υπηρεσίες του αποζημίωση καθοριζόμενη με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιχείρησης, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού των εξόδων παράστασης που εισπράττει ο Δήμαρχος του οικείου δήμου ή αν πρόκειται για κοινοτική επιχείρηση το 50% των εξόδων παράστασης του Προέδρου της οικείας κοινότητας. Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου λόγω ασθένειας ή άδειας πέραν του μηνός, η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται εξ ημισείας σε αυτόν και τον αναπληρωτή του. Κατά τον ίδιο τρόπο στον Πρόεδρο, τα μέλη και τον Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου, μπορεί να παρέχεται, για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις αυτού, αποζημίωση.

Η αποζημίωση του Προέδρου, των μελών, του εισηγητή και γραμματέα του  Δ.Σ. της επιχείρησης καθορίζεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιχείρησης και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος του ποσού που εισπράττουν τα μέλη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου του οικείου δήμου ή κοινότητας ως αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου.

Με όμοια απόφαση, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου, μπορεί να ορίζεται ότι ένα από τα μέλη του έχει πλήρη απασχόληση με αμοιβή στην επιχείρηση και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές του και το ύψος της αμοιβής του.

‘Αρθρον 4

Λειτουργία Διοικητικού Συμβουλίου, απαρτία και λήψις αποφάσεων

1. Το Διοικητικόν Συμβούλιον συνέρχεται υποχρεωτικώς εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, ως και όταν αι υποθέσεις της επιχειρήσεως απαιτούν τούτο.

2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου δι’ εγγράφου προσκλήσεως προς εν έκαστον των μελών επιδιδομένης τρεις τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της οριζομένης δια την συνεδρίασιν. Επίσης συγκαλείται υποχρεωτικώς οσάκις ζητήση τούτο το ήμισυ τουλάχιστον του όλου αριθμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η πρόσκλησις δέον να αναφέρη τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως. Εις κατεπειγούσας περιπτώσεις η πρόσκλησις δύναται να επιδοθή την αυτήν ημέραν της συνεδριάσεως.

3. Το Διοικητικόν Συμβούλιον συνεδριάζει εις την έδραν της επιχειρήσεως και ευρίσκεται εν απαρτία εφ’ όσον υφίσταται απόλυτος πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών αυτού. Απόλυτος πλειοψηφία είναι ο αμέσως μεγαλύτερος ακέραιος του ημίσεος του αριθμού τούτου.

4. Εις ην περίπτωσιν ο αριθμός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι άρτιος, τούτο ευρίσκεται εν απαρτία εφ’ όσον παρίσταται το ήμισυ του όλου αριθμού των μελών αυτού.

5. Αι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατ’ απόλυτον πλειοψηφίαν των παρόντων, εν ισοψηφία επικρατούσης της ψήφου του Προέδρου.

‘Αρθρον 5

(όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 1 και 14 άρθρου 6 Ν. 2307/95 και την παρ. 2 άρθρου 33 Ν. 3274/2004)

Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου και Προέδρου αυτού

1. Το Διοικητικόν Συμβούλιον διοικεί την επιχείρησιν και διαχειρίζεται την περιουσίαν και τους πόρους ταύτης, αποφασίζει δε επί παντός αφορώντος την επιχείρησιν θέματος, πλην των περιπτώσεων καθ’ ας άλλως ορίζεται εν τω παρόντι νόμω.

2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον ιδία :

α) Επιμελείται των υποθέσεων και των συμφερόντων της επιχειρήσεως.

β) Διορίζει τον Γενικόν Διευθυντήν της επιχειρήσεως.

γ) Ψηφίζει το ετήσιον πρόγραμμα των εκτελεστέων έργων κατασκευής, συμπλήρωσης και συντήρησης του δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης των έργων κατασκευής, συμπλήρωσης και συντήρησης των δικτύων των δραστηριοτήτων, οι οποίες περιλαμβάνονται στους σκοπούς της επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 1069/80, καθώς και το πρόγραμμα επενδύσεων.

δ) Ψηφίζει ένα μήνα τουλάχιστον προ της ενάρξεως εκάστου οικονομικού έτους, τον ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων της επιχειρήσεως, το σκέλος των εξόδων του οποίου προσαρμόζεται εις το κατά το προηγούμενον εδάφιον πρόγραμμα εκτελεστέων έργων. Επί τη βάσει της πορείας των εσόδων και των τυχόν παρουσιαζομένων αναγκών, δύναται κατά την διάρκειαν του οικονομικού έτους, να τροποποιήται ο προϋπολογισμός υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, όπερ αποφασίζει και περί χορηγήσεως εκτάκτων και συμπληρωματικών πιστώσεων.

ε) Αποφασίζει περί αναθέσεως συντάξεως μελετών, έργων και προμηθειών και εγκρίνει ταύτας. Επίσης αποφασίζει περί του τρόπου εκτελέσεως των έργων και ενεργείας προμηθειών της επιχειρήσεως και εγκρίνει τας προς τούτο αναγκαίας δαπάνας.

Εις περίπτωσιν μη υπάρξεως τεχνικής υπηρεσίας εις την επιχείρησιν, τον Δήμον ή την Κοινότητα δύναται να αιτείται την σύνταξιν μελετών ή την εποπτείαν συντάξεως αυτών ή την επίβλεψιν εκτελέσεως έργων παρά των αρμοδίων τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας ή του Υπουργείου Δημοσίων ‘Εργων εντός του πλαισίου της αρμοδιότητος αυτών.

στ) Αποφασίζει περί πάσης εκποιήσεως ή εκμισθώσεως ακινήτων ή κινητών ανηκόντων εις την επιχείρησιν, περί εγέρσεως αγωγών και παραιτήσεως από ασκηθεισών τοιούτων ή παραιτήσεως από ενδίκων μέσων, περί συμβιβασμών δικαστικών ή εξωδίκων, ως και δια την σύναψιν υπό της επιχειρήσεως πάσης φύσεως δανείων, δυνάμενον προς ασφάλειαν αυτών να εκχωρή εν όλω η εν μέρει προσόδους της επιχειρήσεως και να παρέχη δικαιώματα υποθήκης επί ακινήτων αυτής.

ζ) Εγκρίνει τας ετησίας εκθέσεις οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως αίτινες περιλαμβάνουν απολογισμόν εσόδων – εξόδων, ισολογισμόν και κατάστασιν ρευστότητος και υποβάλλει ταύτας το βραδύτερον εντός τεσσάρων μηνών από της λήξεως του οικονομικού έτους εις τον Διευθυντή Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης.

η) Αποδέχεται την συμμετοχήν φυσικών ή νομικών προσώπων ή οργανισμών τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή επιχειρήσεων κοινής ωφελείας εις την δαπάνην κατασκευής αγωγών, τους οποίους ταύτα επιθυμούν να κατασκευάση κατά προτεραιότητα η επιχείρησις και καθορίζει τους όρους καταβολής της δαπάνης της συμμετοχής ταύτης, τας τυχόν παρασχετέας εγγυήσεις, ως και πάσαν συναφή λεπτομέρειαν.

3. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων καθ’ ας απαιτείται έλεγχος των αποφάσεων κατά τας διατάξεις του άρθρου 20, το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται δι’ αποφάσεώς του, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να μεταβιβάση μέρος των λοιπών αρμοδιοτήτων αυτού εις συνιστωμένας υπό τούτου επιτροπάς, αποτελουμένας εκ τριών τουλάχιστον τακτικών μελών αυτού, αναπληρουμένων ως και εν τω Διοικητικώ Συμβούλιω. Δια της αυτής αποφάσεως ορίζεται και ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος εκάστην των επιτροπών. Αι επιτροπαί αυταί λαμβάνουν εγκύρως αποφάσεις αντί της Διοικητικού Συμβουλίου επί των μεταβιβασθέντων εις ταύτας θεμάτων και υποθέσεων μόνον εν ομοφωνία των αποτελούντων αυτάς μελών, αναπεμπομένου άλλως του ζητήματος εις το Διοικητικόν Συμβούλιον προς λήψιν αποφάσεως. Επί των θεμάτων της παρούσης παραγράφου δύναται να ανατίθενται εις επιτροπάς ομοίως συνιστωμένας προπαρασκευαστικαί και γνωμοδοτικαί εργασίαι.

4. Ο Πρόεδρος η τούτου κωλυομένου ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίον α) εκπροσωπεί την επιχείρησιν ενώπιον των δικαστηρίων και πάσης αρχής και δίδει τους επιβαλλομένους εις αυτήν όρκους, β) δύναται εν προφανεί κινδύνω εκ της αναβολής και άνευ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου να εγείρη και αντικρούη αγωγάς και ασκή ένδικα μέσα, να διορίζη πληρεξουσίους και να προβαίνη εις πάσαν δικαστικήν ή εξώδικον πράξιν προστατευτικήν των συμφερόντων της επιχειρήσεως, των πράξεων τούτων υποβαλλομένων αμέσως εις το Συμβούλιον προς έγκρισιν και γ) υπογράφει τα συμβόλαια της επιχειρήσεως.

‘Αρθρον 6

(όπως τροποποιήθηκε με την παραγ. 3 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Γενικός Διευθυντής της Επιχειρήσεως

1. Των υπηρεσιών της επιχειρήσεως προϊσταται Γενικός Διευθυντής, όστις δέον να τυγχάνει πτυχιούχος ανωτάτης σχολής της ημεδαπής ή αλλοδαπής.
Τα λοιπά προσόντα, η διαδικασία προσλήψεως και αναπληρώσεώς του, αι αποδοχαί, τα καθήκοντα, τα δικαιώματα, ως και αι αρμοδιότητες εν γένει ορίζονται δια του κατά το άρθρον 7 του παρόντος προβλεπομένου Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας.

2. Ο Γενικός Διευθυντής της επιχειρήσεως μεριμνά δια :
α) την εκπλήρωσιν του σκοπού δι’ ον συνεστήθη η επιχείρησις,
β) την κατάρτισιν του ετησίου προγράμματος κατασκευής, επεκτάσεως και συντηρήσεως των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως,
γ) την κατάρτισιν καθ’ έκαστον έτος προγράμματος επενδύσεων δια το επόμενον οικονομικόν έτος ως και τα επόμενα τέσσαρα οικονομικά έτη, υποδεικνύων τας εγκεκριμένας ή προτεινομένας πηγάς χρηματοδοτήσεως τούτου,
δ) την σύνταξιν δύο τουλάχιστον μήνας προ της ενάρξεως εκάστου οικονομικού έτους του προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων της επιχειρήσεως.
ε) την κατάρτισιν των αναγκαίων αναμορφώσεων και τροποποιήσεων εις τα προγράμματα κατασκευής των έργων και τον ετήσιον προϋπολογισμόν εσόδων και εξόδων.
στ) την σύνταξιν του ετησίου απολογισμού της επιχειρήσεως εντός τριών μηνών από της λήξεως εκάστου οικονομικού έτους.

3. Ο Γενικός Διευθυντής ελέγχει την καθημερινήν εργασίαν της επιχειρήσεως, ασκεί εποπτείαν επί της διεξαγωγής των εργασιών εκάστης υπηρεσίας έχων την διοίκησιν του προσωπικού αυτής και εισηγείται προς το Διοικητικόν Συμβούλιον επί:
α) αναθέσεως μελετών εκτελέσεως έργων και προμηθειών κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις.
β) πάσης εκποιήσεως ή εκμισθώσεως ακινήτων ή κινητών πραγμάτων ανηκόντων εις την επιχείρησιν.
γ) εγέρσεως αγωγών και ασκήσεως ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από τούτων και συμβιβασμού.
δ) συνάψεως δανείων και
ε) συμμετοχής φυσικών ή νομικών προσώπων ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή επιχειρήσεων κοινής ωφελείας εις την δαπάνην κατασκευής έργων τα οποία επιθυμούν να κατασκευάση η επιχείρησις κατά προτεραιότητα, ως και επί των όρων της τοιαύτης συμμετοχής.

4. Ο Γενικός Διευθυντής έχει την μέριμναν και την ευθύνην της εκτελέσεως των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών της παρ. 3 του άρθρου 5 του παρόντος, μετέχει δε των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου εισηγούμενος τα προς συζήτησιν θέματα, άνευ ψήφου.

5. Ο Γενικός Διευθυντής αποφασίζει περί:

α) εκτελέσεως προμηθειών και αναλήψεως υποχρεώσεων, εφόσον η ολική δαπάνη δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000), επιτρεπομένης της αυξομείωσης του χρηματικού αυτού ορίου με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης.

β) τοποθετήσεως του προσωπικού εις τας προβλεπομένας υπό της επιχειρήσεως θέσεις ως και χορηγήσεως αδειών εις αυτό.

6. Ο Γενικός Διευθυντής ασκεί και τας λοιπάς παρεχομένας εις αυτόν δια του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας αρμοδιότητας.

7. Μέχρι του διορισμού Γενικού Διευθυντού τα καθήκοντα αυτού ασκεί ο δι’ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχειρήσεως οριζόμενος υπάλληλος αυτής, ο κατά βαθμόν ανώτερος και επί ισοβάθμων ο αρχαιότερος.

‘Αρθρον 7

(όπως διαμορφώθηκε με την παραγ. 14 άρθρου 6 Ν. 2307/95 και την παραγ. 3 του άρθρου 33 του Ν. 3274/2004)

Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της Επιχειρήσεως. – Προσωπικόν

1. Δι’ Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας συντασσομένου δι’ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχειρήσεως, εγκρινομένης υπό του Περιφερειακού Διευθυντού μετά γνώμην των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, καθορίζεται η οργάνωσις, η σύνθεσις και η αρμοδιότης των υπηρεσιών, ο αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού αναλόγως προς τας ανάγκας της επιχειρήσεως, η κατά μισθολογικά κλιμάκια κατανομή των θέσεων του προσωπικού καθ’ ομάδας ειδικοτήτων και αναλόγως της βαθμίδος εκπαιδεύσεως, αι αποδοχαί, ως και ο τρόπος προσλήψεως και απολύσεως και το αρμόδιον προς τούτο όργανον.

2. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον προσωπικόν της επιχειρήσεως συνδέεται μετ’ αυτής δια συμβάσεως εργασίας Ιδιωτικού δικαίου, επιφυλασσομένης της ισχύος των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

3. Το υπηρετούν επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού δικαίου προσωπικόν Δήμων, Κοινοτήτων ή άλλων φορέων, το οποίον ησχολείτο εις τας υπηρεσίας υδρεύσεως και αποχετεύσεως καθίσταται από της συστάσεως της οικείας επιχειρήσεως προσωπικόν ταύτης, υφ’ ην σχέσιν υπηρετεί και καταλαμβάνει αντίστοιχους θέσεις εκ των προβλεφθησομένων υπό του οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4. Αν απορροφηθεί η δημοτική επιχείρηση φυσικού αερίου από τη δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, το προσωπικό που υπηρετούσε στην πρώτη και κατείχε οργανικές θέσεις, μπορεί με απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου και σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΥΑ να μεταφέρεται στη δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης και να καταλαμβάνει τις ανάλογες με την ειδικότητά του θέσεις που έχουν προβλεφθεί στον Οργανισμό Εσωτρεικής Υπηρεσίας τη παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

5. Τακτικόν διαβαθμισμένον προσωπικόν Δήμων και Κοινοτήτων ή άλλων φορέων υπηρετούν εις υπηρεσίας υδρεύσεως και αποχετεύσεως, δύναται τη αιτήσει του και μετ’ απόφασιν του παρά τη Νομαρχία Υπηρεσιακού Συμβουλίου, να μετατάσσεται με τας ας κατέχει θέσεις εις την επιχείρησιν, διεπόμενον ως προς πάσας τας υπηρεσιακάς του μεταβολάς και δικαιώματα υπό των εκάστοτε ισχυουσών ειδικών περί του προσωπικού τούτου διατάξεων των Δήμων.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α’ 62):

Ομοίως τακτικό διαβαθμισμένο προσωπικό δήμων και κοινοτήτων ή άλλων φορέων που υπηρετούσε ή υπηρετεί σε υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης, μπορεί με αίτησή του να αποσπάται στην επιχείρηση, με απόφαση του αρμόδιου για διορισμό οργάνου και σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της δημοτικής επιχείρησης ύδρευσης αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.), για διάστημα μέχρι πέντε έτη. Η απόσπαση αυτή μπορεί να παραταθεί για άλλα πέντε έτη, με την ίδια διαδικασία. Οι αποδοχές και οι ασφαλιστικές εισφορές του αποσπώμενου αυτού προσωπικού βαρύνουν την Δ.Ε.Υ.Α..

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ: Κατά το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 2227/1994 (Α’ 129):

Το τακτικό διαβαθμισμένο προσωπικό Δήμων και κοινοτήτων ή άλλων φορέων των οποίων το προσωπικό συνταξιοδοτείται με το καθεστώς των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων, το οποίο μετατάσσεται σε υπηρεσίες υδρεύσεως και αποχετεύσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν.1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α’), εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης, που υπαγόταν μέχρι τη μετάταξή του και όλη η εφεξής υπηρεσία του στις υπηρεσίες που μετατάσσεται θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μετατάσσεται.

6. Αι κατά τας εκάστοτε κειμένας διατάξεις επί του προσωπικού των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως αρμοδιότητες του Δημάρχου ασκούνται προκειμένου περί του κατά την προηγουμένην παράγραφον προσωπικού, υπό του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχειρήσεως.

7. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου των μονίμων δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται αναλόγως και επί του προσωπικού της παραγρ. 4 του παρόντος άρθρου.

8. Προκειμένου περί του επί σχέσει εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού της επιχειρήσεως εφαρμόζονται αι εκάστοτε ισχύουσαι πειθαρχικαί διατάξεις τις εργατικής νομοθεσίας.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ: Κατά το άρθρο 6 παρ. 15 του Ν. 2307/1995:

Επιτρέπεται η μετάταξη προσωπικού, από Δ.Ε.Υ.Α. σε Δ.Ε.Υ.Α. ή σε αμιγή δημοτική ή κοινοτική επιχείρηση, με αίτηση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Η μετάταξη γίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης υποδοχής ύστερα από σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης από την οποία ζητείται η μετάταξη.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ: Κατά το άρθρο 27 παρ. 9 του Ν. 3013/2002- ΦΕΚ Α’ 102:

Το τακτικό διαβαθμισμένο προσωπικό δήμων και κοινοτήτων ή άλλων φορέων που είχε αποσπαστεί σε Δημοτικές Επιχειρήσεις Υδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α’), όπως ισχύουν, μπορεί με αίτησή του και μετά απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να μετατάσσεται στις δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης αποχέτευσης, όπου έχει αποσπαστεί. Το προσωπικό αυτό, ως προς τις υπηρεσιακές του μεταβολές και τα δικαιώματά του, διέπεται από τις εκάστοτε ισχύουσες ειδικές διατάξεις για το προσωπικό των Ο.Τ.Α.

‘Αρθρον 8

Περιουσία της επιχειρήσεως

1. Εις την περιουσίαν της επιχειρήσεως ανήκουν τα επί τη βάσει των εγκεκριμένων ή εγκριθησομένων μελετών εκτελεσθέντα ή εκτελεσθησόμενα έργα υδρεύσεως και αποχετεύσεως των περιοχών αρμοδιότητος της επιχειρήσεως, άπασαι αι υπάρχουσαι υπόνομοι και εγκαταστάσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως ακαθάρτων ή ομβρίων υδάτων, ως επίσης και άπασαι αι εκβάλλουσαι αμέσως ή εμμέσως εις το δίκτυον υπόνομοι ή ανοικτοί αγωγοί, και αι μονάδες επεξεργασίας ποσίμου ύδατος και υγρών αποβλήτων.

2. Αι εκ της εκτελέσεως των Εργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως προκύπτουσαι επιφάνειαι περιέρχονται εις την Επιχείρησιν, ήτις δύναται να τας διαθέτη και έναντι συμβολικού τιμήματος εις τον οικείον Δήμον ή Κοινότητα προς δημιουργίαν κοινοχρήστων χώρων ή προς εκπλήρωσιν άλλου κοινωφελούς σκοπού.

3. Αι διατάξεις περί προστασίας των δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων εφαρμόζονται και επί της περιουσίας της επιχειρήσεως.

‘Αρθρον 9

Υποκατάστασις εις δικαιώματα και υποχρεώσεις

1. Η επιχείρησις άμα τη συστάσει της  υποκαθίσταται  αυτοδικαίως και  άνευ  ετέρας  διατυπώσεως  εις  άπαντα εν γένει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμμετεχόντων εις ταύτην Δήμων και  Κοινοτήτων  ή  του Συνδέσμου  και των παρ’ αυτοίς οργανισμών υδρεύσεως- αποχετεύσεως, τας αναφερομένας εις την ύδρευσιν και αποχέτευσιν.

2. Αι εκκρεμείς δίκαι συνεχίζονται υπό και κατά της επιχειρήσεως άνευ  άλλης  διατυπώσεως, μη επερχομένης εκ της ως άνω διαδοχής βιαίας διακοπής τούτων.

3.  Επιμελεία  του  Διοικητικού  Συμβουλίου  της  επιχειρήσεως  ενεργείται  απογραφή  της  περιουσίας  περί τις διατάξεις του άρθρου 8 εντός 6μήνου από της συστάσεώς της  προς  τον  σκοπόν  καθορισμού  του ενεργητικού  και  παθητικού  της  επιχειρήσεως. Απόσπασμα της εκθέσεως  απογραφής περιέχον περιγραφήν των αποκτωμένων  υπό  της  Επιχειρήσεως, ακινήτων  και  εμπραγμάτων  δικαιωμάτων, μετά της υπό του άρθρου 9 του Β.Δ.   598/1963,  ως  τροποποιηθέν   ισχύει   σήμερον,   προβλεπομένης περιλήψεως,  θεωρημένον  υπό  του  Περιφερειακού Διευθυντού μεταγράφεται ατελώς εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου.

4. Από  της συστάσεως της επιχειρήσεως οι συμμετέχοντες εις την επιχείρησιν Δήμοι και Κοινότητες,  ως  και  Σύνδεσμοι  στερούνται  του δικαιώματος  επιβολής τελών και δικαιωμάτων υδρεύσεως και αποχέτευσης.

 

‘Αρθρον 10

(όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 4 άρθρου 33 Ν. 3274/2005)

Πόροι της Επιχειρήσεως

1. Πόροι της Επιχειρήσεως είναι:
α. Το ειδικόν τέλος δια την μελέτην και κατασκευήν έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως.
β. Το ειδικόν τέλος επί του εισοδήματος εξ οικοδομών.
γ. Το τέλος συνδέσεως μετά του δικτύου αποχετεύσεως.
δ. Η δαπάνη διακλαδώσεως και συνδέσεως προς τον αγωγόν υδρεύσεως
και αποχετεύσεως.
ε. Το τέλος συνδέσεως μετά του δικτύου υδρεύσεως.
στ. Το τέλος χρήσεως υπονόμου.
ζ. Η αξία καταναλισκομένου ύδατος.
η. Η εγγύησις χρήσεως υδρομετρητού.
θ. Η δαπάνη μετατοπίσεως αγωγών διακλαδώσεων και συνδέσεων υδρεύσεως ή αποχετεύσεως υδρομετρητών ή άλλων συναφών εργασιών.
ι. Αι συνεισφοραί τρίτων προς εκτέλεσιν κατά προτεραιότητα έργων.
ια. Επιχορήγησις εκ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δια την μελέτην και κατασκευήν έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως.
ιβ. Αι πρόσοδοι εκ της περιουσίας ή το τίμημα εκ της εκποιήσεως ταύτης.
ιγ. Δάνεια, κληρονομίαι, δωρεαί και λοιπαί επιχορηγήσεις.

2. Οι πόροι της Επιχειρήσεως της παραγράφου 1 εδάφια (α) (β) χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς δια την μελέτην, κατασκευήν, ανακατασκευήν ή επέκτασιν υδρεύσεως και αποχετεύσεως ή την εξόφλησιν έργων τοκοχρεωλυσίων εκ δανείων, ο δε του εδαφίου (ια) αποκλειστικώς, δια την μελέτην, κατασκευήν, ανακατασκευήν ή επέκτασιν έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως.

3. Στους πόρους της επιχείρησης, που διευρύνεται με το αντικείμενο της τηλεθέρμανσης, περιλαμβάνονται:
α) η χρέωση σύνδεσης με το δίκτυο τηλεθέρμανσης,
β) τα εισπραττόμενα ποσά για τη δαπάνη της μετατόπισης αγωγών και συνδέσεων τηλεθέρμανσης, εναλλακτών ή άλλων συναφών εργασιών,
γ) η αξία των καταναλισκόμενων θερμικών μονάδων,
δ) οι συνεισφορές τρίτων για εκτέλεση έργων τηλεθέρμανσης κατά προτεραιότητα και
ε) τα εισπραττόμενα ποσά για οποιαδήποτε απαραίτητη δαπάνη σχετική με τις προσφερόμενες υπηρεσίες από το νέο αντικείμενο της επιχείρησης.

4. Στους πόρους της επιχείρησης, της οποίας διευρύνεται ο σκοπός και περιλαμβάνει και τη μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εκμετάλλευση, επίβλεψη, διοίκηση και λειτουργία των δικτύων φυσικού αερίου, την εμφιάλωση και εμπορία του νερού και τη διαχείριση, αξιοποίηση και εμπορία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας περιλαμβάνονται:
α) το τέλος σύνδεσης με το δίκτυο φυσικού αερίου,
β) τα εισπραττόμενα ποσά για τη δαπάνη μετατόπισης αγωγών και συνδέσεων του φυσικού αερίου ή άλλων εργασιών,
γ) η αξία του καταναλισκόμενου φυσικού αερίου,
δ) οι συνεισφορές τρίτων για εκτέλεση έργων φυσικού αερίου κατά προτεραιότητα,
ε) τα εισπραττόμενα ποσά για οποιαδήποτε απαραίτητη δαπάνη σχετική με τις προσφερόμενες υπηρεσίες από τα νέα αντικείμενα της επιχείρησης και
στ) τα έσοδα από την εμπορία εμφιαλωμένου νερού και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1069/80 εφαρμόζονται αναλόγως και για τα αντικείμενα της τηλεθέρμανσης, του φυσικού αερίου και των άλλων δραστηριοτήτων, στις οποίες έχει διευρυνθεί το αντικείμενο της επιχείρησης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Ν. 1069/80.

‘Αρθρον 11

Ειδικόν τέλος δια την μελέτην, κατασκευήν και επέκτασιν έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως

1. Επιβάλλεται υπέρ των κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου συσταθησομένων επιχειρήσεων, προς τον σκοπόν μελέτης, κατασκευής ή επεκτάσεως έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως και δια μίαν δεκαετίαν από τής 1ης Ιανουαρίου του επομένου της συστάσεώς των έτους πρόσθετον ειδικόν τέλος υπολογιζόμενον εις ποσοστόν 80% επί της αξίας του καταναλισκομένου ύδατος, το αυτό τέλος επιβάλλεται και εν περιπτώσει επεκτάσεως της Επιχειρήσεως.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 43 παρ. 3 του Ν. 2065/1992 (Α 113): «Παρατείνεται για μια δεκαετία από την κατά περίπτωση λήξη του ο χρόνος επιβολής του προσθέτου ειδικού τέλους, που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α’)».

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν. 3013/2002 (Α 102) : « Παρατείνεται για μία δεκαετία από την, κατά περίπτωση λήξη του ο χρόνος επιβολής του πρόσθετου ειδικού τέλους 80% υπέρ των Δ.Ε.Υ.Α. , που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 1069/80 (ΦΕΚ 191 Α’».

2. Το κατά την προηγουμένην παράγραφον τέλος βεβαιούται και εισπράττεται υπό της επιχειρήσεως κατά τα ορισθησόμενα υπό του κανονισμού λειτουργίας και διαχειρίσεως αυτής.

‘Αρθρον 12

Ειδικόν τέλος επί των εισοδημάτων εξ οικοδομών

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το άρθρο 12 καταργήθηκε με την παρ. 2 άρθρ. 43 Ν. 2065/1992 (Α 113),η οποία και ορίζει τα εξής:
Καταργούνται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου μόνου του ν.δ. 2916/1954 (ΦΕΚ 155 Α’) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 1069/1980 (ΦΕΚ 191 Α’), καθώς και κάθε άλλης σχετικής διάταξης που επιβάλλει, κατά περίπτωση, τέλη ύδρευσης, αποχέτευσης, στο εισόδημα από ακίνητα, του τέλους υδρεύσεως αντικαθιστάμενου από άλλο ισοδύναμο πόρο. Εάν μέχρι 31-12-1992 δεν έχει νομοθετηθεί ο πόρος αυτός, από του έτους 1993 εγγράφεται πίστωση στον κρατικό προϋπολογισμό υπέρ των Οργανισμών Ύδρευσης και Αποχέτευσης και Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) που είναι δικαιούχοι, ίση προς τις εισπράξεις του έτους 1992, αυξανόμενη κατά δέκα τοις εκατό (10%) ετησίως.

‘Αρθρον 13

Συμβολή Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων

1. Το  Πρόγραμμα  Δημοσίων  Επενδύσεων  συμβάλλει  δια  δωρεάν επιχορηγήσεως  κατά  ποσοστόν μέχρι τριάκοντα πέντε τοις εκατόν (35 %) εις  τας  δαπάνας  μελετών  και  κατασκευών  των  πάσης  φύσεως  έργων υδρεύσεως   και   αποχετεύσεως   αρμοδιότητος  των  δια  του  παρόντος  συσταθησομένων επιχειρήσεων εντός του ορίου των εγκρινομένων, δια  τον σκοπόν αυτόν κατ’ έτος, πιστώσεων.

2.  Προκειμένου  περί των εν εκτελέσει τμημάτων έργων υδρεύσεως  και αποχετεύσεως εις πόλεις με πραγματικόν πληθυσμόν  10.000  κατοίκων και άνω, όπως   αυτός   εμφανίζεται  εις  τους  επισήμους  πίνακας  αποτελεσμάτων της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού, οι οποίοι  έχουν δημοσιευθή  εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ή χρηματοδότησις των εκ του ΠΔΕ θα εξακολουθήση να γίνεται υπό τους αυτούς μέχρι  τούδε  όρους και  δια  διάστημα μη δυνάμενον να υπερβή τους 12 μήνας από της ισχύος του παρόντος νόμου. Από  της  παρελεύσεως  της  ανωτέρω  προθεσμίας  ή  χρηματοδότησις προς αποπεράτωσιν των εν εκτελέσει έργων εκ του ΠΔΕ εις  τας  ανωτέρω  πόλεις  θα  γίνεται αποκλειστικώς προς τας δημοτικάς και  κοινοτικάς επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως και θα διέπεται υπό  των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Προκειμένου  περί  εκτελέσεως  νέων  έργων  υδρεύσεως   και αποχετεύσεως  εις  πόλεις της προηγουμένης παραγράφου η χρηματοδότησις εκ του ΠΔΕ θα γίνεται συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος  άρθρου  προς  τας   οικείας   επιχειρήσεις   υδρεύσεως   και αποχετεύσεως.

4.  Η  διάταξις  της  παραγράφου  1  του  παρόντος  άρθρου έχει εφαρμογήν  και  επί   της Δημοτικής   Επιχειρήσεως   υδρεύσεως   και  Αποχετεύσεως Δήμων και Κοινοτήτων Μείζονος περιοχής Βόλου, προκειμένου περί  έργων  και μελετών πέραν των υπό της κυρωθείσης δια του Ν.  775/1978 συμβάσεως δανείου του Ελληνικού Κράτους και της Διεθνούς Τραπέζης Ανασυγκροτήσεως και Αναπτύξεως προβλεπομένων και περιγραφομένων εις το  παράρτημα 2 αυτής.

‘Αρθρον 14

Χρόνος ενάρξεως συμβολής Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων

Η χρηματοδότησις εκ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα πραγματοποιείται συμμέτρως προς την υπό των οικείων Επιχειρήσεων χρηματοδότησιν των μελετών και έργων είτε εξ ιδίων πόρων είτε εκ δανεισμού, εξαιρέσει του έτους συστάσεως των δια του παρόντος συσταθησομένων Επιχειρήσεων κατά το οποίον ή συμβολή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δύναται να προηγείται.

‘Αρθρον   15

(όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Δαπάνη συνδέσεως μετά των δικτύων αποχετεύσεως και υδρεύσεως

Οι  ιδιοκτήται  των  ακινήτων  των  συνδεομένων  ή  μελλόντων να συνδεθούν μετά των δικτύων, υποχρεούνται  να  προκαταβάλλουν  εις την επιχείρησιν  την δαπάνην κατασκευής της προς σύνδεσιν του ακινήτου των διακλαδώσεως από της ρυμοτομικής γραμμής μέχρι της θέσεως  του  αγωγού  υδρεύσεως  ή  της  υπονόμου.  Η  οριστική δαπάνη εκκαθαρίζεται υπό της  επιχειρήσεως, μετά την εκτέλεσιν της εργασίας.  Η δαπάνη  διακλαδώσεως συνδέσεως  ακινήτου  δύναται  μετ’ απόφασιν του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχειρήσεως να υπολογίζεται γενικώς δι’  άπαντα.  Τα  ακίνητα  με βάσιν  το  ήμισυ  του  μέσου  πλάτους  της οδού και την κατά το τρέχον  μέτρον μέσην τιμήν δαπάνης διακλαδώσεως. Η μέση αυτή τιμή δαπάνης διακλάδωσης ορίζεται με απόφαση του    διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης.

‘Αρθρον 16

(όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 6 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Τέλος χρήσεως υπονόμου και τέλος υδρεύσεως

1. Οι ιδιοκτήται των ακινήτων των συνδεομένων μετά των δικτύων υποχρεούνται εις την καταβολήν του τέλους χρήσεως υπονόμου και τέλους  υδρεύσεως, εισπραττομένου δια των λογαριασμών καταναλώσεως ύδατος κατά  τα  εν  άρθροις  25  και  26  του  παρόντος  οριζόμενα.  Δια  τους ήδη  συνδεδεμένους μετά των δικτύων το  τέλος  χρήσεως  οφείλεται  από  της συστάσεως  της  επιχειρήσεως.   Συνοφειλέται  εις ολόκληρον του τέλους χρήσεως μετά των Ιδιοκτητών τυγχάνουν  και  οι  οπωσδήποτε  ποιούμενοι χρήσιν του ακινήτου.

2. Το  τέλος  χρήσεως  υπονόμου  οφείλεται  και υπό ιδιοκτήτου ακινήτου, συνδεθέντος αυθαιρέτως,  καθ’  οιονδήποτε  τρόπον  αμέσως  ή εμμέσως  μετά  του  δικτύου αποχετεύσεως της επιχειρήσεως και δι’ όσον χρόνον διαρκεί ή μέλλει να διαρκέση η τοιαύτη  σύνδεσις.   Η  εις  τας περιπτώσεις  αυθαιρέτου συνδέσεως καταβολή του τέλους χρήσεως υπονόμου υπό του υποχρέου δεν απαλλάσσει τούτον των λοιπών συνεπειών.  Δια  την σύνδεσιν  της εσωτερικής εγκαταστάσεως, αποχετεύσεως των ακινήτων μετά του δικτύου υπονόμου, ορίζεται  προθεσμία  τριάκοντα  ημερών  από  της      περατώσεως  της  κατασκευής  της  εξωτερικής  διακλαδώσεως,  μετά  την πάροδον της οποίας άρχεται η υποχρέωσις καταβολής του  τέλους  χρήσεως  υπονόμου.
Στις περιπτώσεις ακινήτων που χρησιμοποιούνται από βιομηχανίες, βιοτεχνίες, εκπαιδευτήρια, επιχειρήσεις λουτρών, ξενοδοχείων, νοσοκομείων, κοινωφελών ιδρυμάτων, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση ακινήτων, που καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, κατά κατηγορίες    και αναλόγως του υδραυλικού και ρυπαντικού φορτίου το τέλος σύνδεσης με το δίκτυο αποχέτευσης, καθώς και το τέλος χρήσης υπονόμου, καθορίζονται    με αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης.
Τα  φυσικά ή νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, επιθυμούντα  την εκτέλεσιν υπό της επιχειρήσεως έργων αποχετεύσεως κατά  προτεραιότητα, υποχρεούνται  εις  συνεισφοράν  αυτών  εις  την δαπάνην εκτελέσεως των έργων τούτων.

‘Αρθρον  17

Διαχείρισις

1. Η οικονομική διαχείρισις εκάστης επιχειρήσεως ενεργείται επί τη βάσει ιδίου Προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων.  Η  επιχείρησις  έχει  ιδίαν  ταμιακήν  υπηρεσίαν,  διατάκτης  δε  των  δαπανών αυτής είναι ο Γενικός Διευθυντής εν συμπράξει μετά του προϊσταμένου των  οικονομικών υπηρεσιών της Επιχειρήσεως ή οι νόμιμοι αναπληρωταί των.

2. Το οικονομικόν έτος της  διαχειρίσεως  αντιστοιχεί  προς  το οικονομικόν  έτος  της  Δημοτικής ή Κοινοτικής διαχειρίσεως, άμα δε τη λήξει αυτόν  κλείονται  οι  ενιαύσιοι  λογαριασμοί  και  ενεργείται  η  απογραφή της περιουσίας της επιχειρήσεως.

Αρθρο 18

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 2307/95
και την παραγ. 3 άρθρου 18 Ν. 3320/2005)

Διαχειριστικός έλεγχος

Ο τακτικός οικονομικός έλεγχος της διαχείρισης της επιχείρησης ενεργείται από δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές λογιστές , οι  οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Ορκωτών Λογιστών της παρ. 1 του άρθρου 13 του π.δ. 226/1992 και διορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας στην αρχή κάθε οικονομικού έτους. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται και η αμοιβή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ/τος 226/1992 (ΦΕΚ Α’ 120/1992).

‘Αρθρον 19

Ενημερωτικόν  Τεύχος

Η επιχείρησις  υποχρεούται  όπως  καθ’  έκαστον  έτος  συντάσσει Ειδικόν Ενημερωτικόν Τεύχος Καταναλωτού.
Εις το τεύχος τούτο θα αναγράφωνται, μεταξύ  άλλων,  τα  ουσιώδη και  αναγκαία  προς ενημέρωσιν επί της δραστηριότητος της επιχειρήσεως στοιχεία, τα οποία θα λαμβάνωνται εκ του ετησίου απολογισμού  και  των εκθέσεων  οικονομικής  καταστάσεως,  της απογραφής της περιουσίας της, του ετησίου Προγράμματος Επενδύσεων  μετά  των  πηγών  χρηματοδοτήσεώς του  εκ  του  αποτελέσματος  του  διαχειριστικού ελέγχου, των δαπανών διοικήσεως,  λειτουργίας  και  συντηρήσεως,  της  παραγωγικότητος  της Επιχειρήσεως,  της  καταστάσεως  του προσωπικού, των αμοιβών της διοικήσεως και του προσωπικού, ως και ετέρα στοιχεία επί των πάσης  φύσεως      δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως.
Το Ειδικόν Ενημερωτικόν Τεύχος υπογραφόμενον υπό του Προέδρου και του  Γενικού  Διευθυντού  της  επιχειρήσεως  αποστέλλεται, μερίμνη της  επιχειρήσεως, το βραδύτερον εντός εξ μηνών από  της  λήξεως  του  οικονομικού  έτους εις τους καταναλωτάς της επιχειρήσεως προς ενημέρωσίν των.
Η  μη  σύνταξις ή  η  μη  αποστολή  του ανωτέρω τεύχους συνιστά παράβασιν καθήκοντος.

Αρθρο 20

(όπως αντικαταστάθηκε με την παραγ. 8 άρθρου 6 Ν. 2307/95 και την παραγ. 11 του άρθρου 13 Ν. 2503/97)

Εποπτεία επί των επιχειρήσεων

1. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ασκεί έλεγχο νομιμότητας στις εξής αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου:
α) Για την ψήφιση του προϋπολογισμού της επιχείρησης και του τεχνικού προγράμματος έργων, καθώς και για κάθε τροποποίησή τους.
β) Για την αγορά και εκποίηση ακινήτων κτημάτων.
γ) Για την επιβάρυνση των ακινήτων της επιχείρησης με εμπράγματα  δικαιώματα.
δ) Για τη σύναψη δανείων.
ε) Για τις μελέτες, τα έργα και τις προμήθειες.

2. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ελέγχει τον ισολογισμό, τον απολογισμό και την έκθεση πεπραγμένων και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού και ταμειακού ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές.

‘Αρθρον 21

(όπως τροποποιήθηκε με την παραγ. 9 άρθρου 6 Ν. 2307/1995)

Κανονισμοί λειτουργίας και διαχειρίσεως

1. Με κανονισμούς, που συντάσσονται και ψηφίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχειρήσεως και ελέγχονται από το δημοτικό ή κοινοτικά συμβούλιο του δήμου ή της κοινότητας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση,  ρυθμίζονται κάθε φορά τα σχετικά με τη λειτουργία και διαχείριση της    επιχείρησης, σύμφωνα με τις γενικής παραδοχής λογιστικές και οργανωτικές αρχές.

2.  Οι  ανωτέρω  κανονισμοί δύνανται να τροποποιούνται, εφ’ όσον  επιβάλλεται τούτο εκ των αναγκών λειτουργίας της επιχειρήσεως κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν.

3. Μέχρι της συντάξεως των υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένων κανονισμών λειτουργίας και διαχειρίσεως της επιχειρήσεως, εφαρμόζονται οι υπάρχοντες αντίστοιχοι κανονισμοί του  Δήμου  ή  Συνδέσμου  και  εν  περιπτώσει  μη υπάρξεως τοιούτων αι σχετικαί περί Δήμων και Κοινοτήτων   διατάξεις.

‘Αρθρον 22

‘Εργα – Προμήθειαι

1. Τα έργα και αι προμήθειαι διά την κατασκευήν, συντήρησιν και λειτουργίαν των συστημάτων υδρεύσεως και αποχετεύσεως εκτελούνται  υπό της  επιχειρήσεως.  Περί του τρόπου εκτελέσεως των έργων και ενεργείας των προμηθειών αποφασίζει το Διοικητικόν Συμβούλιον της επιχειρήσεως.

2.  Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος περί εκσκαφών προς ανεύρεσιν ύδατος και εγκαταστάσεως  δικτύου υδρεύσεως  εφαρμόζονται  και  προκειμένου  περί  των  επιχειρήσεων του παρόντος.

Αρθρο 23

(όπως αντικαταστάθηκε με την παραγ. 10 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Κανονισμοί δικτύων

1. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης που εγκρίνεται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο του δήμου ή κοινότητας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση, εκδίδεται κανονισμός, με τον οποίο  καθορίζονται τα της λειτουργίας του δικτύου αποχετεύσεως, και ιδίως οι πρόσθετες υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις βιομηχανίες ή βιοτεχνίες, οι ουσίες των οποίων η διάθεση καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο δίκτυο απαγορεύεται, η επιτρεπόμενη συγκέντρωση ρυπαινουσών ουσιών, τα όρια    των φυσικών και λοιπών παραμέτρων των υγρών βιομηχανικών αποβλήτων που  διατίθενται στα δίκτυα, τα της χρησιμοποιήσεως των υδάτων και των προϊόντων της αποχετεύσεως, οι όροι προστασίας των υδατικών αποδεκτών γενικών και τα των υλικών κατασκευής των δικτύων αποχετεύσεως.

2. Με την ίδια ως άνω διαδικασία εκδίδεται κανονισμός, με τον οποίο ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας του δικτύου αποχετεύσεως και ιδίως τα υπόχρεα για σύνδεση ακίνητα. ο αριθμός των εξωτερικών διακλαδώσεων, για την αποχέτευση των ομβρίων υδάτων των ακινήτων, για την αποχέτευση χαμηλών χώρων και επιφανειών, για τη διαδικασία σύνδεσης με το δίκτυο αποχέτευσης, για τη διακοπή των συνδέσεων, οι αντίστοιχες υποχρεώσεις γενικώς των ιδιοκτητών ακινήτων των κατοίκων και λοιπών οργανισμών ή  επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, καθώς και τα σχετικά δικαιώματα των οργάνων της επιχειρήσεως, το μήκος συνδέσεων για ακίνητα που έχουν προσόψεις σε περισσότερες από μια οδούς που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του τέλους συνδέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της επιβάρυνσης των ακινήτων στο ίδιο οικόπεδο στο οποίο υφίσταται κάθετη ιδιοκτησία, ο τρόπος κατασκευής από την επιχείρηση της εξωτερικής διακλάδωσης για τη σύνδεση ακινήτων, των οποίων οι υπόχρεοι για αυτό δεν υποβάλλουν μέσα στην προθεσμία που έχει τάξει η επιχείρηση τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εκτέλεση της σύνδεσης και για την είσπραξη των δαπανών συνδέσεων στην περίπτωση αυτή, καθώς και κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση των έργων της    επιχείρησης.

3. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης που  εγκρίνεται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο του δήμου ή κοινότητας  στον οποίο ανήκει η επιχείρηση καθορίζονται όλα τα σχετικά με τη  λειτουργία του δικτύου υδρεύσεως και ιδίως ο τρόπος του καθορισμού κάθε  φορά της τιμής του ύδατος, της διανομής αυτού, τα σχετικά με τη  διαδικασία σύνδεσης με το δίκτυο υδρεύσεως, τη διακοπή των συνδέσεων, την εγγύηση χρήσεως υδρομετρητών, τις διακλαδώσεις του δικτύου, τα  υπόχρεα για σύνδεση ακίνητα, οι υπόχρεοι καταβολής των τελών υδρεύσεως πάσης φύσεως και οι υποχρεώσεις τους, καθώς και οι αντίστοιχες από αυτά κυρώσεις και γενικά κάθε λεπτομέρεια για τη λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση των έργων ύδρευσης της επιχείρησης.
Μέχρι την έκδοση αυτών των κανονισμών εφαρμόζονται τα τιμολόγια που   ισχύουν και οι κανονισμοί των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως του  δήμου ή κοινότητας ή συνδέσμου από τους οποίους ιδρύεται η επιχείρηση.

‘Αρθρον  24

Απαλλοτριώσεις

1.  Τα  υπό  της  επιχειρήσεως  εκτελούμενα  έργα χαρακτηρίζονται δημοσίας  ωφελείας,  τα  δε  δια  ταύτα,  ως  και  δια  τας  συναφείς εγκαταστάσεις  αναγκαιούντα ακίνητα, απαλλοτριούνται αναγκαστικώς υπέρ και δαπάναις αυτής, κατόπιν αποφάσεως του  Διοικητικού  Συμβουλίου, εφαρμοζομένων  κατά  τα λοιπά των περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων των Δήμων και Κοινοτήτων εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων. Καθ’ όμοιον  τρόπον συνιστώνται αναγκαστικώς και δουλείαι οιασδήποτε μορφής.

2. Αι  διατάξεις του   Ν.Δ.    797/1971   «περί   αναγκαστικών απαλλοτριώσεων»  και  αι  δι’ αυτών διατηρηθείσαι εξαιρέσεις επί Δήμων και  Κοινοτήτων,  ισχύουν  και   δια   τας   υπέρ   της   επιχειρήσεως απαλλοτριώσεις, επιφυλασσομένων των   ειδικωτέρων   διατάξεων  του   Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος.

3. Εφ’ όσον τα  έργα  πρόκειται  να  κατασκευασθούν  εις  χώρους προβλεπομένους  δι’ οδούς, πλατείας ή λοιπούς κοινοχρήστους χώρους του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του  από  17/7-16.8.1923  του Ν.Δ/τος  “περί  σχεδίου  πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και της οικοδομής αυτών», η υπέρ του Δήμου ή της Κοινότητος απαλλοτρίωσις   δύναται να επισπεύδεται υπό της Επιχειρήσεως δαπάναις αυτής.

‘Αρθρον 25

(όπως τροποποιήθηκε με την παρ.11 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Τιμολόγια

1. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που εγκρίνεται από το οικείο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο καθορίζονται χωριστά τιμολόγια για την υπηρεσία υδρεύσεως και αποχετεύσεως.

2. Τα  εκ  των  τελών  των υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως έσοδα δέον υποχρεωτικώς να καλύπτουν τας αναγκαίας δαπάνας προσωπικού, λειτουργίας και  συντηρήσεως  των  δικτύων,  αποσβέσεις  Παγίων  εγκαταστάσεων και τοκοχρεολυσίων συναφθέντων δανείων.

3. Τα έσοδα από  τα τέλη επιτρέπεται να υπερβαίνουν τις δαπάνες της προηγούμενης παραγράφου για την εκτέλεση έργων σύμφωνα με το σκοπό της επιχείρησης μετά την πάροδο της δεκαετίας, όπως αναγράφεται στα άρθρα 11 και 12 του νόμου αυτού. Το ποσοστό καθορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, που εγκρίνεται από το οικείο δημοτικό ή   κοινοτικό συμβούλιο.

‘Αρθρο 26

(όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.7 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Διαφοροποίηση Τελών

Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται από το οικείο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο μπορεί:
α. να καθορίζεται ειδικό τιμολόγιο ύδρευσης και αποχέτευσης για τους κάτοικους των δήμων ή κοινοτήτων ή συνοικισμών αυτών που μετέχουν στην επιχείρηση οι οποίοι εξυπηρετούνται με δικό τους δίκτυο ανεξάρτητο από το ενιαίο δίκτυο της επιχείρησης και
β. να θεσπίζονται διαφορετικά τιμολόγια κατά περιοχές ανάλογα με τα εκτελούμενα έργα ή με το κόστος λειτουργίας των εγκαταστάσεων της   περιοχής.

‘Αρθρον 27

Ποινικαί διατάξεις

1.  Απαγορεύεται ή άνευ  εγγράφου  αδείας  της  επιχειρήσεως εκτέλεσις  οιασδήποτε  εργασίας  αποχετεύσεως  έξω του σίφωνος, εις ον καταλήγουν  αι  εσωτερικαί  εγκαταστάσεις  αποχετεύσεως  του  ακινήτου. Επίσης  απαγορεύεται  κατά  πάσαν  περίπτωσιν  η  εκτέλεσις οιασδήποτε εργασίας, επί σκοπώ λαθραίας αποχετεύσεως  ακαθάρτων  ή  ομβρίων  υδάτων ακινήτου τινός εις το δίκτυον αποχετεύσεως.

2.   Η  παράβασις  των διατάξεων της παραγράφου 1 τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών και  δια  χρηματικής  ποινή  μέχρι  30.000 δραχμών.
Εάν  η αξιόποινος πράξις εγένετο επί σκοπώ λαθραίας αποχετεύσεως πλειόνων  ακινήτων,  δια  της   κατασκευής   υπονόμου   μέλλοντος   να  εξυπηρετήση ταύτα και συνδέσεως αυτού μετά του δικτύου αποχετεύσεως, ο υπαίτιος  ταύτης  τιμωρείται  δια  φυλακίσεως μέχρις ενός έτους και δια  χρηματικής ποινής 30.000 έως 80.000 δρχ.

3.  Η  επιχείρησις  δύναται  πάντοτε  να παρίσταται ως πολιτικώς  ενάγουσα, τόσον εν τη προδικαςία, όσον και εν τη κυρία διαδικασία προς επιδίωξιν της εκ των αξιοποίνων τούτων πράξεων αποζημιώσεως της,  λόγω της  εξ αυτών ηθικής βλάβης της, τηρουμένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 63 επ. και 82 επ. Κώδ. Ποιν. Δικονομίας.

4. Εις  τας,  προβλεπομένας  υπό  της  παρ.1  περιπτώσεις η  επιχείρησις  δικαιούται  δι’  αιτήσεώς  της,  υποβαλλομένης  εις τον εισαγγελέα Πρωτοδικών, να αιτήσηται κατά την διαδικασίαν του άρθρου 22 του  Α.Ν.  1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων την άμεσον επαναφοράν των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν, ήτις διατάσσεται υποχρεωτικώς,  εφ’  όσον   ήθελε   διαπιστωθή   αυθαίρετος   κατασκευή αποχετευτικού   έργου. Η   απόφασις   του  εισαγγελέως  πρωτοδικών, εκδιδομένη εντός της συντομωτέρας δυνατής  προθεσμίας  εκτελείται  δια συνεργείου   της   επιχειρήσεως   υπό   την  προστασίαν  της  αρμοδίας αστυνομικής αρχής, ήτις παρακολουθεί την  ακριβή  τήρησιν  αυτής. Αι απαιτηθησόμεναι  δια  την  τοιαύτην  επαναφοράν  των πραγμάτων εις την προτέραν κατάστασιν δαπάναι,  βεβαιούνται  υπό  της  επιχειρήσεως  εις βάρος  του δράστου, εφ’ όσον ήθελεν ούτος καταδικασθή υπό του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά τας διατάξεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, η,  εν περιπτώσει  απαλλαγής  τούτου,  εφ’  όσον  ήθελεν  υποχρεωθή  εις  την καταβολήν  των  τοιούτων   δαπανών,   του   δικαστηρίου   υποχρεωτικώς  αποφαινομένου  επί  της  τοιαύτης  καταβολής  ή  μη.  Αι δαπάναι αύται εισπράττονται κατά τας περί εισπράξεως  των  εσόδων  της  επιχειρήσεως κειμένας διατάξεις.

5.   Ο  παραβαίνων  τας  υπό  των  εν  άρθρω  21  του  παρόντος  προβλεπομένων   κανονισμών   λειτουργίας    και   διαχειρίσεως    της      επιχειρήσεως,  επιβαλλομένας  υποχρεώσεις  εφ’  όσον  υπό  πέρας τινός διατάξεως δεν προβλέπεται βαρυτέρα ποινή, τιμωρείται,  εάν  μεν  ενήργησεν  εκ  προθέσεως  δια της ποινής της φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών ή  δια χρηματικής ποινής ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών  τούτων,  εάν  δε ενήργησεν εξ αμελείας δια χρηματικής ποινής.

‘Αρθρον 28

(όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 13 άρθρου 6 Ν. 2307/95)

Αστυνόμευσις των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως

1. Η αστυνόμευσις των συστημάτων υδρεύσεως και αποχετεύσεως της επιχειρήσεως ως και η, κατά τας διατάξεις του από  18/21.3. 1924  Δ/τος “περί  κωδικοποιήσεως  του  Ν. 2853 κλπ.” Αστυνόμευσις δημοσίων υδάτων  εις την περιοχήν ταύτην, ανατίθεται εις τους τεχνικούς υπαλλήλους  της  επιχειρήσεως,  και  εν  ελλείψει  εφαρμόζονται  αι  εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί αστυνομεύσεως των δημοτικών και κοινοτικών έργων.

2.   Πάσα  αμέσως  ή  εμμέσως προξενουμένη βλάβη επί των πάσης φύσεως  ή  κατηγορίας  υπονόμων  ή  ετέρων  στοιχείων  των  συστημάτων υδρεύσεως  αποχετεύσεως της επιχειρήσεως και επί των πάσης φύσεως ” εν  εκτελέσει τετελεσμένων, ως και πάσα παράβασις των  εν  τη  προηγουμένη παραγράφω   διατάξεων,   περί   αστυνομεύσεως   των  δημοσίων υδάτων, βεβαιούται δια πρωτοκόλλου συντασσομένου  υπό  των  κατά  την  ανωτέρω παράγραφον  αρμοδίων  υπαλλήλων,  εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως  των διατάξεων των παρ.2 έως 5 του άρθρου 24 του από 25 Νοεμβρίου  1929 Προεδρικού   Δ/τος   “περί  κωδικοποιήσεως  των  περί  κατασκευής  και  συντηρήσεως οδών κειμένων διατάξεων, ως το άρθρον τούτο  αντικατεστάθη δια  του  άρθρου  4  του Α. Ν. 1966/1939 “περί συμπληρώσεως των περί εκτελέσεως δημοσίων έργων κειμένων διατάξεων”.
Τις αρμοδιότητες του επιθεωρητή δημόσιων έργων, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ασκεί ο γενικός διευθυντής της επιχειρήσεως. Η βεβαίωση των ποσών της ζημίας διενεργείται από την επιχείρηση και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των εσόδων της επιχείρησης.

‘Αρθρον  29

Δήλωσις  των  ιδιοκτητών  περί  του  τρόπου  αποχετεύσεως   των ακινήτων των

1.   Ο  Ιδιοκτήτης,  συνιδιοκτήτης, νομεύς  ή συννομεύς ακινήτου κειμένου εις την περιοχήν της επιχειρήσεως, επί δε συνιδιοκτησίας κατά τας διατάξεις τού Ν. 3741/1929) “περί Ιδιοκτησίας  κατ’  ορόφους”  και των  άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικος και ο εις ον εχορηγήθη ή  άδεια  κατασκευής  της  οικοδομής,  ως  και  ο  διαχειριστής   ταύτης, καλούμενος   υπό   της   επιχειρήσεως,  υποχρεούται  όπως,  εντός  της τασσομένης αυτώ προθεσμίας ουχί ελάσσονος του μηνός,  δηλώση  εγγράφως τον  τρόπον  αποχετεύσεως του ακινήτου του και επιτρέπη και διευκολύνη τον της επιχειρήσεως έλεγχον της ακρίβειας της δηλώσεώς του.

2. Ο μη υποβάλλων την εν τη προηγουμένω παραγράφω δήλωσιν  ή  ο μη  υποβάλλων  εντός της υπό της επιχειρήσεως ταχθείσης προθεσμίας ή ο αμέσως αρνούμενος  εις  τα  όργανα  της  επιχειρήσεως  την  εντός  του ακινήτου  είσοδον προς έλεγχον της ακριβείας της τοιαύτης δηλώσεως ή ο  παρακωλύων  καθ’  οιονδήποτε  τρόπον  την  διενέργειαν  του  ειρημένου  ελέγχου,  τιμωρείται  δια  φυλακίσεως  μέχρι  τριών  (3)  μηνών  ή δια χρηματικής ποινής. Ο υποβάλλων ψευδή δήλωσιν τιμωρείται δια φυλακίσεως  μέχρις εξ (6) μηνών ή δια χρηματικής ποινής.

 

‘Αρθρον 30

Μεταβατικαί διατάξεις

‘Εργα και μελέται  υδρεύσεως  ή  αποχετεύσεως  των  οποίων  η κατασκευή  και  η  εκπόνησις  αντιστοίχως  ήρχισε  προ  της  συστάσεως επιχειρήσεως  υδρεύσεως  και  αποχετεύσεως  εις τινά Δήμον ή Κοινότητα εκτελούνται κατά τας ισχυούσας διατάξεις. 

Αρθρο 31

Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις της 19η Αυγούστου 1980

01

Υδρευση

Η ΔΕΥΑΡ εργάζεται μελετώντας και κατασκευάζοντας έργα υποδομής και θέτει στόχους ποιότητας. Σύμφωνα με την ΚΥΑ Y2/2600/2001 και το ΦΕΚ 53Β379Β, η ΔΕΥΑΡ, προβαίνει σε όλους τους ελέγχους, περίπου 1.000/έτος, για τον έλεγχο της ποιότητας του νερού με ιδιόκτητο εργαστήριο.

02

Αποχεύτεση

Στα 31 χρόνια λειτουργίας της, η Δ.Ε.Υ.Α. Ρεθύμνου ολοκλήρωσε επενδύσεις που ξεπερνούν τα 60 εκ. ευρώ.
03

Βιολογικός

Η βιολογική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων πραγματοποιείται με την μέθοδο του παρατεταμένου αερισμού με την οποία επιτυγχάνεται συγχρόνως η πλήρης σταθεροποίηση της ιλύος και η βιολογική απομάκρυνση του αζώτου και του φωσφόρου

04

Άρδευση

Η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης-Αποχέτευσης Ρεθύμνου (ΔΕΥΑΡ) έχει στην κυριότητά της τα δίκτυα , τα αντλιοστάσια ,τις γεωτρήσεις και τις πηγές άρδευσης. 

εκατομμύρια σε επενδύσεις δικτύων

Χιλιάδες υδρομετρητές

Χιλιάδες συνδέσης αποχέτευσης

χρόνια η ΔΕΥΑΡ υπηρετεί το Ρε΄θυμνο